-
1 ряд
ряд м η σειρά; η γραμμή (линия)' сидеть в первом \ряду κάθομαι στην πρώτη σειρά; в \ряде случаев σε μερικές περιπτώσεις* * *мη σειρά; η γραμμή ( линия)сиде́ть в пе́рвом ряду́ — κάθομαι στην πρώτη σειρά
в ряде слу́чаев — σε μερικές περιπτώσεις
-
2 случай
случайм1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο. -
3 известный
извест||ныйприл1. (знакомый) γνωστός:вам \известныйеи этот человек? σᾶς εἶναι γνωστός αὐτός ὁ ἀνθρωπος;·2. (знаменитый) διάσημος, ὁνομαστός, ἐνδοξος:\известныйный художник ξακουστός καλλιτέχνης· это \известныйный скрипач εἶναι διάσημος βιολιστής·3. (определенный) ὁρισμένος:с \известныйной целью μέ ὁρισμένο σκοπό· в \известныйный час σέ ὁρισμένη ὠρα·4. (некоторый) κάποιος, μερικός:в \известныйных случаях σέ μερικές περιπτώσεις. -
4 иной
ин||ойприл1. (другой) ἀλλος:\инойыми словами μ' ἄλλα λόγια· по \инойо́му μ· ἀλλο τρόπο, διαφορετικά· не кто \иной как αὐτός ὁ ἰδιος· не что \инойо́е как τίποτε ἄλλο πάρἀ· это \инойое дело αὐτό εἶναι ἀλλη ὑπόθεση· \инойо́го выхода нет δέν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος· тем или \инойым образом ούτως ἡ ἄλλως·2. (некоторый) κάποιος, μερικός:\инойые люди κάποιοι, μερικοί· в \инойых слу́чаях σέ μερικές περιπτώσεις· \иной раз κάποτε, καμμιά φορά·3. м ὁ ἀλλος:\инойо́му это может не понравиться σέ ἀλλον αὐτό μπορεί νά μήν ἀρέσει. и́иок м ὁ μοναχός, ὁ κάλόγερος. -
5 иной
επ.1. άλλος•нет -го выхода δεν υπάρχει άλλη διέξοδος•
не кто иной как κανένας άλλος παρά•
не что -ое как τίποτε άλλο παρά•
это -ое дело αυτό είναι άλλη υπόθεση•
-вид άλλη μορφή (όψη)•
-ыми словами με άλλα λόγια.
2. κάποιος, ένας• μερικοί•-ые люди μερικοί άνθρωποι•
-ому жарко, -ому холодно ο ένας έχει (αισθάνεται) ζέστη, ο άλλος κρυώνει•
в - ых случаях σε μερικές περιπτώσεις•
иной раз άλλη φορά, κάποτε.
-
6 случай
-я α.1. περίπτωση, περιστατικό, συμβάν•непредвиденный случай απρόβλεπτη περίπτωση•
особенный случай ιδιαίτερη περίπτωση•
в подобном -е σε τέτοια (παρόμοια) περίπτωση•
в противном -е σε αντίθετη περίπτωση•
как в настоящем -е όπως τώρα σ αυτή εδώ την περίπτωση•
ни в коем -Θ σε καμιά περίπτωση•
если представится случай αν παρουσιαστεί περίπτωση•
на случай смерти σε περίπτωση θανάτου•
-и из моей жизни περιστατικά από τη ζωή μου•
редкий случай σπάνια περίπτωση.
|| κρούσμα•-заболевания κρούσμα ασθένειας•
-и нарушения дисциплины κρούσματα απειθαρχίας.
2. περίσταση• ευκαιρία•в донном -е στη δοσμένη περίσταση•
в удобном -е στη κατάλληλη ευκαιρία•
по -ю чего με την ευκαιρία του....
3. βλ. случайность.εκφρ.в -е чего – σε περίπτωση που•на -е – α) σε περίπτωση, β) παλ. τυχαία•от -я к -ю – πότε-πότε, από καιρό σε καιρό, που και που, κάπου-κάπου•купить по -ю – αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας•по -ю чего – λόγω, συνεπεία, ένεκα•при -е – α) σε ώρα ανάγκης, στην ανάγκη, β) σε μερικές περιπτώσεις, κάποτε, ενίοτε•в таком (этом) -е – σε τέτοια (αυτή) ή τη δοσμένη περίπτωση•в -е если – σε περίπτωση αν..., на первый случай για πρώτη φορά•быть в -е; попасть в -е – είμαι τυχερός, τυχαίνω σε ευνοϊκή κατάσταση. -
7 у...
1.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης από κάτι• απομάκρυνση, εξάλειψη, εξαφάνιση: убежать, увести, улететь, ускакать, утечь.2. αφαίρεση μέρους, μείωση ποσότητας από κάτι: урвать, усчь, усчитать, ушить.3. ολοκλήρωση της ενέργειας: α) κάλυψη με την ενέργεια όλο το αντικείμενο• επέκταση της ενέργειας σε όλο το αντικείμενο: убелить, умазаться, устлать, ушить. β) φτάσιμο, κατάληξη της ενέργειας ως το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ως την πλήρη ικανοποίηση: убаюкать, уговорить,умучить, упариться, упечься, упиться, γ) ολοκλήρωση της ενέργειας παρά τις αντιδράσεις, με υπερνίκηση δυσκολιών, εμποδίων: улежать, усидеть, уберечь, δ) σταθερότητα, μονιμότητα της ενέργειας: угнездиться, усесться, увлечься.4. τοποθέτηση του όλου μέσα σε κάποια όρια, διαστάσεις: упечатать(ся), уписать(ся), утискать.5. απόκτηση νέας ποιότητας, ως συνέπεια έντονης ενέργειας, προσπαθειών: удорожить, укрепить(ся)• умертвить, усмирить(ся).II.Σχηματίζει ρήματα στιγμιαία (ρ.σ.) σε μερικές περιπτώσεις: ужалить, украсть.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek